- ἐξερεθίζω
- ἐξερεθίζω1 rouse to anger τὰν (Ἡσυχίαν)
οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν, παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν, παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εξερεθίζω — εξερεθίζω, εξερέθισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξερεθίζω — (AM ἐξερεθίζω) [ερεθίζω] ερεθίζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
εξερεθίζω — εξερέθισα, εξερεθίστηκα, εξερεθισμένος, μτβ., ερεθίζω υπερβολικά, εξεγείρω, εξοργίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξερεθίζῃ — ἐξερεθίζω stimulate pres subj mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίζει — ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίζοντα — ἐξερεθίζω stimulate pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξερεθίζω stimulate pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίσαι — ἐξερεθίζω stimulate aor inf act ἐξερεθίσαῑ , ἐξερεθίζω stimulate aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθιζόμενοι — ἐξερεθίζω stimulate pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθισθείς — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθισθέντες — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερεθίζειν — ἐξερεθίζω stimulate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)